- βάκτρευμα
- βάκτρ-ευμα, ατος, τό,A a staff, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός by support lent to . . , E.Ph.1539 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάκτρευμα — βάκτρευμα, το (Α) [βακτρεύω] στήριγμα σε βακτηρία … Dictionary of Greek
βακτρεύμασι — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτρεύμασιν — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)